Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θωράκιο

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

το (ΑΜ θωράκιον)
1. μικρός θώρακας
2. εκκλ. χαμηλό μαρμάρινο χώρισμα μεταξύ του αγίου βήματος και του κυρίως ναού ή μεταξύ τών πλάγιων κλιτών και του μεσαίου κλίτους τών ναών κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο
νεοελλ.
1. προτείχισμα στο ύψος περίπου του στήθους το οποίο προφυλάσσει από πτώσεις, στηθαίο, παραπέτο
2. ναυτ. σανίδωμα ή μετάλλινος προφυλακτήρας που στερεώνεται στον λαιμό της στήλης του ιστού, κόφα
3. ναυτ. περιτοίχισμα πάνω από το κατάστρωμα πλοίου, παραπέτασμα
αρχ.
1. έπαλξη τείχους, αμυντικό προτείχισμα
2. προστέγασμα που χρησίμευε για την προφύλαξη αυτών που διεύθυναν την πολιορκητική μηχανή ή αυτών που επιχειρούσαν να κάψουν τις μηχανές τών εχθρών
3. πύργος στη ράχη τών ελεφάντων ή το ανώτατο μέρος του
4. ναυτ. αμυντική θέση στον ιστό απ' όπου ακόντιζαν οι ακονιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. θηρίον, παιδίον. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και μτφ. για να δηλώσει κάθε είδους προστατευτικό προτείχισμα ή κιγκλίδωμα].