ιπποβάμων

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (Αριστοφ.)
β) «στρατός ἱπποβάμων» — για τους κενταύρους (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, λεοντοβάμων].