κακόμετρος

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμετρος Medium diacritics: κακόμετρος Low diacritics: κακόμετρος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: kakómetros Transliteration B: kakometros Transliteration C: kakometros Beta Code: kako/metros

English (LSJ)

ον, A in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.

Greek Monolingual

κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).