καθαρόαιμος
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει καθαρό, δηλ. γνήσιο, αμιγές αίμα, ευγενής
2. (για ίππους) αυτός που προέρχεται από γονείς της ίδιας γενιάς και όχι από διασταύρωση
3. (γενικώς) γνήσιος, πραγματικός, αληθινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμόαιμος, ψύχραιμος].