καρπωτός

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπωτός Medium diacritics: καρπωτός Low diacritics: καρπωτός Capitals: ΚΑΡΠΩΤΟΣ
Transliteration A: karpōtós Transliteration B: karpōtos Transliteration C: karpotos Beta Code: karpwto/s

English (LSJ)

όν, (καρπός B) A reaching to the wrist, κ. Χιτών a coat with sleeves down to the wrist, LXX 2 Ki.13.18, 19.

German (Pape)

[Seite 1329] bis an die Vorderhand reichend, χιτών, ein Unterkleid mit langen Aermeln, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

καρπωτός: -όν, (καρπὸς Β)·―ὁ μέχρι τοῦ καρποῦ καθικνούμενος, καρ. χιτών, ἔχων χειρῖδας μέχρι τῶν καρπῶν τῶν χειρῶν, Ἑβδ. (Β' Βασιλ. ΙΓ', 18, 19)· πρβλ. χειριδωτός.

Greek Monolingual

καρπωτός, -όν (Α)
αυτός που φθάνει μέχρι τον καρπό του χεριού («χιτὼν καρπωτός» — χιτώνας που έχει μανίκια μέχρι τον καρπό του χεριού, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (ΙΙ) + -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, δικτυωτός)].