καραβοκύρης
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
Greek Monolingual
ο (Μ καραβοκύρης και καραβοκύριος)
κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος, καπετάνιος
νεοελλ.
ιδιοκτήτης πλοίου, πλοιοκτήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κύριος (> κύρης), πρβλ. νοικοκύρης].