κατάπυγος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, A = καταπύγων, κίναιδος, ἀσελγής (q.v.), Hsch., Phot., prob. in Gerhard Phoinixp.7 (cf. p.153): Comp. -ότερος Sophr.63: Sup. -ότατος Epigr.Gr.1131.
German (Pape)
[Seite 1373] = Folgdm, VLL, erkl. κίναιδος, ἀσελγής; sprichwortlich καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστἄν Ath. VII, 281 e aus Sophron.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπῡγος: -ον, ἴδε καταπύγων.
Greek Monolingual
κατάπυγος, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί-πυγος, καλλί-πυγος].