Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταβολάδα

From LSJ
Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η (Α καταβολάς, -άδος)
κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό του είδους και αποκόβεται από τον κορμό όταν το νέο φυτό έχει ήδη αποκτήσει ρίζες
νεοελλ.
το φυτό που προέρχεται με τέτοιο φύτεμα («αυτό το κλήμα είναι καταβολάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ- (πρβλ. καταβολή) του καταβάλλω με τη σημ. «ρίχνω σπόρο» + κατάλ. -άς (πρβλ. εκ-βολή < εκ-βάλλω, εμ-βολή < εμ-βάλλω)].