κεβλήγονος

Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

ον, A with its seed in its head, of the poppy, Nic.Al. 433. II born from the head, Ἀτρυτώνη Euph.108.

German (Pape)

[Seite 1410] den Saamen im Kopfe tragend, vom Mohn, Nic. Al. 433. Nach dem Schol. auch von der Athene, im Kopfe erzeugt, Euphor.

Greek (Liddell-Scott)

κεβλήγονος: -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ σπέρμα ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ Ἀθηνᾶ οὕτως ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433.

Greek Monolingual

κεβλήγονος, -ον (Α)
1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ»)
2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. αρχέγονος, θεόγονος].