κεροπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:42, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροπλάστης Medium diacritics: κεροπλάστης Low diacritics: κεροπλάστης Capitals: ΚΕΡΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keroplástēs Transliteration B: keroplastēs Transliteration C: keroplastis Beta Code: keropla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, A arranging the hair in horns or queues (cf. κέρας v.1), hairdresser, Archil.57, Poll.2.31, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, mit Horn, mit dem Kamm schmückend, das Haar, Haarkräusler, nach Poll. 2, 32, weil das Haar auch κέρας hieß; Archil. frg. bei Schol. Il. 24, 81.

Greek (Liddell-Scott)

κεροπλάστης: -ου, ὁ, ὁ διευθετῶν καὶ κοσμῶν τὴν κόμην κατὰ κέρατα ἢ πλεξίδας, κομμωτής, καλλωπιστὴς τῆς κόμης, Ἀρχίλ. (66) παρὰ Πλουτ. 2. 977Α (ἔνθα ἐφαρμένως κηρ-)· ― Καθ’ Ἡσύχ. «κεροπλάστης· λεπτουργός. ἢ τριχοκοσμητής», Πολυδ. Β΄, 31, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 81.

Greek Monolingual

(I)
και κηροπλάστης, ο
αυτός που κατασκευάζει κεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, μυθοπλάστης.
(II)
κεροπλάστης, ὁ (Α)
αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας «πλεξούδα, κοτσίδα» + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. χαλκοπλάστης, ψευδοπλάστης.