κιτρέλαιο
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
το
αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα κίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + -έλαιο (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλέλαιο, ροδέλαιο].