Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδέλαιο

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το, Ν
(βοτ.-χημ.) εύοσμο άχρωμο ή υποκίτρινο αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα φρέσκα πέταλα της τριανταφυλλιάς και ειδικότερα τών ειδών Rosa damascene και Rosa gallica, καθώς και από ποικιλίες άλλων ειδών της οικογένειας ροδίδες, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + έλαιο].