ροδέλαιο
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
το, Ν
(βοτ.-χημ.) εύοσμο άχρωμο ή υποκίτρινο αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται με απόσταξη από τα φρέσκα πέταλα της τριανταφυλλιάς και ειδικότερα τών ειδών Rosa damascene και Rosa gallica, καθώς και από ποικιλίες άλλων ειδών της οικογένειας ροδίδες, και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη ζαχαροπλαστική, την ποτοποιία κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + έλαιο].