κλύδιος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
α, ον, A surging: κλύδιον· πέλαγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1456] wogend, rauschend, VLL., τὸ κλύδιον, nach Hesych. = πέλαγος.
Greek (Liddell-Scott)
κλύδιος: -α, -ον, ὁρμητικός, κυματώδης. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κλύδιον· πέλαγος».
Greek Monolingual
κλύδιος, -ία, -ιον (Α)
1. κυματώδης, ταραχώδης
2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τo κλύδιον
το πέλαγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδ-ων + κατάλ. -ιος, πρβλ. δόλιος, μύχιος].