κρυπτογράφος
From LSJ
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων
2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ- (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρογράφος, ορθογράφος.