λίνυφος
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
= λινόϋφος, PTeb.5.239 (ii B. C.), POxy.1281.4 (i B. C.), etc.; ἡ συντεχνία τῶν λ. guild of linen-weavers, Papers of Amer.School 1.97 (Tralles); ἡ ἱερὰ τέχνη λινύφων JRS18.171 (Jerash).
Greek Monolingual
λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)
1. λινοϋφής
2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό-υφος, ταπίδ-υφος].
Greek Monolingual
λίνυφος, -ον και λινυφής, -ές (Α)
1. λινοϋφής
2. φρ. «ἡ συντεχνία τῶν λινύφων» — η συντεχνία αυτών που κατεργάζονται το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφος (< ὕφος), πρβλ. ορθό-υφος, ταπίδ-υφος].