λεπτοχειλής

From LSJ
Revision as of 18:51, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοχειλής Medium diacritics: λεπτοχειλής Low diacritics: λεπτοχειλής Capitals: ΛΕΠΤΟΧΕΙΛΗΣ
Transliteration A: leptocheilḗs Transliteration B: leptocheilēs Transliteration C: leptocheilis Beta Code: leptoxeilh/s

English (LSJ)

ές, A thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.

German (Pape)

[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Ggstz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v. l. λεπτόχειλος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.

Greek Monolingual

λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επιχειλής, ισοχειλής].

Russian (Dvoretsky)

λεπτοχειλής: v. l. λεπτόχειλος 2 досл. с тонкими губами, перен. с тонкими краями (τὰ ὄστρακα Arst.).