λινοθήρας

From LSJ
Revision as of 18:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοθήρας Medium diacritics: λινοθήρας Low diacritics: λινοθήρας Capitals: ΛΙΝΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: linothḗras Transliteration B: linothēras Transliteration C: linothiras Beta Code: linoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who uses nets or snares, AP7.172tit.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, der Jäger mit den Netzen od. Garnen, in der Überschrift des Epigr. Ant. Sid. 105 (VII, 172).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων διὰ θηρευτικῶν δικτύων, Ἀνθ. Π. 7. 172.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur au filet.
Étymologie: λίνον, θηράω.

Greek Monolingual

λινοθήρας, ὁ (Α)
αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, χρυσοθήρας].

Greek Monotonic

λῐνοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που χρησιμοποιεί δίχτυα, παγίδες για θηράματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοθήρᾱς: ου ὁ охотящийся с сетями, зверолов Anth.