ληστοκτόνος
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
ληστοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει ληστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος, παιδοκτόνος.