φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: μελισσόφονος | Medium diacritics: μελισσόφονος | Low diacritics: μελισσόφονος | Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΟΝΟΣ |
Transliteration A: melissóphonos | Transliteration B: melissophonos | Transliteration C: melissofonos | Beta Code: melisso/fonos |
μελισσόφονος, ὁ (Α)
το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό-φονος].