μελοθεσία

From LSJ
Revision as of 19:03, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοθεσία Medium diacritics: μελοθεσία Low diacritics: μελοθεσία Capitals: ΜΕΛΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: melothesía Transliteration B: melothesia Transliteration C: melothesia Beta Code: meloqesi/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλος A) A assignment of parts of the body to the tutelage of signs or planets, Antioch.Astr. in Cat. Cod.Astr.8(3).106.4, Porph. in Ptol.201. 2 of the Universe, position of its parts at the beginning of things, Paul.Al.T.2. II = φυή, Sch.Opp.H.1.147,214.

German (Pape)

[Seite 127] ἡ, das Setzen, Componiren von Liederweisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελοθεσία: ἡ, (μέλος Α) ἡ θέσις τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὰ ζῴδια καὶ τοὺς ἀστέρας, Πορφυρ. Εἰσαγ. εἰς Πτολ. σ. 201.

Greek Monolingual

μελοθεσία, ἡ (Α)
1. η θέση τών μελών του ανθρώπου σε σχέση με τα ζώδια και τους αστέρες
2. (για την οικουμένη) η θέση τών μερών της στην αρχή τών πραγμάτων
3. η σωματική ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -θεσία (< -θέτης), πρβλ. αστροθεσία, χωροθεσία].