μορέα

From LSJ
Revision as of 04:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέα Medium diacritics: μορέα Low diacritics: μορέα Capitals: ΜΟΡΕΑ
Transliteration A: moréa Transliteration B: morea Transliteration C: morea Beta Code: more/a

English (LSJ)

Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

Spanish

moral

Greek Monolingual

η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα -έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ-έα: μήλον, συκ-έα: σῦκον)].