εὔαιμος

From LSJ
Revision as of 10:38, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαιμος Medium diacritics: εὔαιμος Low diacritics: εύαιμος Capitals: ΕΥΑΙΜΟΣ
Transliteration A: eúaimos Transliteration B: euaimos Transliteration C: eyaimos Beta Code: eu)/aimos

English (LSJ)

ον, full-blooded, in Comp., μόριον Gal.17(2).423, cf. 11.290.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άναιμος, ολιγόαιμος].