θεοπαράδοτος

From LSJ
Revision as of 23:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπαράδοτος Medium diacritics: θεοπαράδοτος Low diacritics: θεοπαράδοτος Capitals: ΘΕΟΠΑΡΑΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theoparádotos Transliteration B: theoparadotos Transliteration C: theoparadotos Beta Code: qeopara/dotos

English (LSJ)

ον, delivered by God, Procl. in Cra.p.59 P.; λόγια Marin. Procl.26; σοφία Dam.Pr.311.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott überliefert, Procl. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπαράδοτος: -ον, παραδεδομένος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, λόγια, πολιτεία Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεοπαράδοτος, -ον (AM)
αυτός που παραδόθηκε από τον θεό στους ανθρώπους («θεοπαράδοτος σοφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -παράδοτος (< παρα-δίδωμι), πρβλ. ετοιμοπαράδοτος, πατροπαράδοτος].