λαιμάσσω
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
Att. λαιμάττω, (λαιμός B) to be grcedy or hungry, Ar.Ec.1179 (lyr.), Herod.6.97; cf. λαιμώσσω.
German (Pape)
[Seite 7] att. λαιμάττω, gierig verschlingen, fressen, Ar. Eccl. 1178.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμάσσω: Ἀττ. -ττω, (λαιμὸς) εἶμαι λαίμαργος ἢ πειναλέος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1178, Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 6. 96.
Greek Monolingual
λαιμάσσω και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α)
τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα -άσσω (πρβλ. σπαρ-άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα -ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυώσσω, καρδιώσσω)].
Russian (Dvoretsky)
λαιμάσσω: атт. λαιμάττω жадно есть, обжираться Arph.