μελανόμματος

From LSJ
Revision as of 13:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόμμᾰτος Medium diacritics: μελανόμματος Low diacritics: μελανόμματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanómmatos Transliteration B: melanommatos Transliteration C: melanommatos Beta Code: melano/mmatos

English (LSJ)

ον, A black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.

German (Pape)

[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.

Greek Monolingual

μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκόμματος, μαλακόμματος)].

Greek Monotonic

μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόμματος: черноокий Plat., Arst.

Middle Liddell

μελᾰν-όμμᾰτος, ον ὄμμα
black-eyed, Plat.