ἱστωνάρχης
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ου, ὁ, controller of weaving, PGiss.12, Ostr.1154, al.
Greek Monolingual
ἱστωνάρχης, ὁ (Α)
ο επόπτης τών υφαντουργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, νομάρχης].