θαλαμοποιός

From LSJ
Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλᾰμοποιός Medium diacritics: θαλαμοποιός Low diacritics: θαλαμοποιός Capitals: ΘΑΛΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thalamopoiós Transliteration B: thalamopoios Transliteration C: thalamopoios Beta Code: qalamopoio/s

English (LSJ)

όν, A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.

German (Pape)

[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.

Greek Monolingual

θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, θαυματοποιός).

Russian (Dvoretsky)

θᾰλᾰμοποιός: ὁ готовящий брачный покой Aesch.