κολοσσοποιός
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ὁ, maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.
German (Pape)
[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.
Greek Monolingual
κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντοποιός, οινοποιός.