χρυσοπάτωρ
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, Nonn. D. 47.471.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
(ως προσωνυμία του Διονύσου) χρυσόπατρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ὁμοπάτωρ.