οἰωνοκτόνος

From LSJ
Revision as of 10:39, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοκτόνος Medium diacritics: οἰωνοκτόνος Low diacritics: οιωνοκτόνος Capitals: ΟΙΩΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oiōnoktónos Transliteration B: oiōnoktonos Transliteration C: oionoktonos Beta Code: oi)wnokto/nos

English (LSJ)

ον, killing birds, χειμών ib.563.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.

Greek Monolingual

οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).

Middle Liddell

οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.

English (Woodhouse)

destroying birds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)