κτερίσματα
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
τά, A = κτέρεα, only pl., S.OC1410, El.434,931, E.Supp.309, Tr.1249, Hel.1391.
German (Pape)
[Seite 1518] τά, = κτέρεα, alles zur feierlichen Bestattung eines Todten Gehörige; μή μ' ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ' ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν Soph. O. C. 1412; – auch = die Todtenopfer; τοῦ γὰρ ἀνθρώπων ποτ' ἦν τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφον κτερίσματα El. 919, vgl. 426; εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων Eur. Troad. 1249, vgl. Hel. 1407.
Greek (Liddell-Scott)
κτερίσματα: τά = κτέρεα καὶ ὡς αὐτό, ἐν χρήσει κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 1410, Ἠλ. 434, 931, Εὐρ. Ἱκ. 309, Τρῳ 1249, Ἑλ. 1391.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
cérémonie funéraire, honneurs funèbres ; offrandes funéraires déposées sur le tombeau.
Étymologie: κτερίζω.
Greek Monotonic
κτερίσματα: τά = κτέρεα, χρήση μόνο στον πληθ., σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κτερίσματα: τά
1) погребальные обряды, торжественные похороны: νεκροὺς κτερισμάτων λαχεῖν Eur. совершать погребальные обряды над мертвецами;
2) погребальные дары (πατρὸς πρὸς τάφον Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτερίσματα -ων, τά [κτερίζω] meestal plur. dodengaven, grafgeschenken:. ἱστάναι κτερίσματ ’ grafgeschenken neerzetten Soph. El. 434.
Middle Liddell
κτερίσματα, τά, = κτέρεα, Soph., Eur.] only used in plural,]
English (Woodhouse)
funeral gifts, funeral honours, last offices to the dead, last offices, offerings to the dead