κορακίας

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορακίας Medium diacritics: κορακίας Low diacritics: κορακίας Capitals: ΚΟΡΑΚΙΑΣ
Transliteration A: korakías Transliteration B: korakias Transliteration C: korakias Beta Code: koraki/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A chough, Pyrrhocorax alpinus, Arist.HA 617b16, Hsch. 2 as adjective, raven-black, Id.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκίᾱς: ου adj. m похожий на ворона: κ. κολοιός Arst. предполож. галка-клушица.

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκίας: -ου, ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἴδε ἐν λέξ. κολοιός. 2) ὡς ἐπίθετ., μέλας ὡς κόραξ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορακίας, ὁ (Α)
είδος καλοιακούδας («κολοιῶν δ' ἐστὶν εἴδη τρία, ἓν μὲν ὁ κορακίας», Αριστοτ.)
αρχ.
ως επίθ. (κατά τον Ησύχ.) μαύρος σαν κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ίας (πρβλ. στρουθίας, φοινικίας)].