ἐμβατός
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
όν (-ή, όν Lib.Decl.18.35), A passable, accessible, Plb.34.5.2 (nisi leg. ἐμβαδόν), D.S.1.57 (nisi leg. εὐβ.), D.H.1.79. II ἐμβατή, ἡ, bath, Dsc.Eup.2.59, Sch.Ar.Eq.1057, Hsch. s.v. πύελος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβᾰτός: -όν, εἰς ὃν δύναταί τις νὰ ἔμβῃ, πορεύσιμος, ὁδεύσιμος, Πολύβ. 34. 5, 2, Διόδ. 1. 57, κτλ.
Spanish (DGE)
(ἐμβᾰτός) -όν
• Alolema(s): ἔμβ- AP 8.216 (Gr.Naz.); frec. pap. e inscr. ἐνβ-
• Morfología: [fem. -ή Dsc.Eup.2.59, Aët.9.23, Lib.Decl.18.35]
I transitable, accesible ἡ Βρεττανική Plb.34.5.2 (cód.), cf. D.H.1.79, AP 16.95 (Damag.), θάλασσα Lib.l.c., c. dat. τὴν Δῆλον ... ἀπέφηναν ἐμβατὸν πᾶσιν Ἕλλησι καὶ βαρβάροις Aristid.Or.38.12, οὐκέτι ... ἐμβατὰ ταῦτα λύκοις AP 16.123
•fig. πάντα φιλοχρύσοις ἔμβατα todo es accesible para los que aman el oro ref. a los profanadores de tumbas AP l.c.
II subst. ἡ ἐμβατή
1 bañera Dsc.l.c., Gal.13.252, θερμοτέρα ἐ. Aët.9.23, Hsch.s.u. πύελος, CPR 9.69.13 (VI/VII d.C.).
2 sepulcro, sarcófago τὰς ἐν δεξιοῖς ἐνβατάς IGBulg.3.997 (Filipópolis II d.C.), ἐν τῇ μέσῃ ἐνβάτῃ IPompeiopolis 32.10 (imper.), cf. Ἀρχ.Δελτ. 21.1966.335 (Salónica, imper.).
Greek Monolingual
ἐμβατός, -όν και ἐμβατός, -ή, -όν (AM)
αρχ.
διαβατός, πορεύσιμος
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐμβατή
λεκάνη λουτρού, μπανιέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰτός: и ἔμβᾰτος 2 доступный (ἡ Βρεττανική - v.l. ἐμβαδόν Polyb.; χώρα τινί Diod.).