ἀριστολόχεια

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστολόχεια Medium diacritics: ἀριστολόχεια Low diacritics: αριστολόχεια Capitals: ΑΡΙΣΤΟΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: aristolócheia Transliteration B: aristolocheia Transliteration C: aristolocheia Beta Code: a)ristolo/xeia

English (LSJ)

A ἀριστολοχία Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb promoting child-birth, birthwort, Aristolochia, Nic.Th.509,937; ἀριστολόχεια στρογγύλη = Aristolochia rotunda, ἀριστολόχεια μακρά = Aristolochia longa, ἀριστολόχεια κληματῖτις = Aristolochia clematitis, Dsc.3.4; ἀριστολόχεια Κρητική = Aristolochia cretica, Plin.HN25.95:—also ἀριστολόχιον, τό, Hp.Nat.Mul.32 (s.v.l.):

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστολόχεια: ἢ ἀριστολοχία, ἡ, βοτάνη διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45.

Greek Monolingual

η (Α ἀριστολόχεια και -χία)
βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχείατοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»].