στερεοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοκάρδιος Medium diacritics: στερεοκάρδιος Low diacritics: στερεοκάρδιος Capitals: ΣΤΕΡΕΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: stereokárdios Transliteration B: stereokardios Transliteration C: stereokardios Beta Code: stereoka/rdios

English (LSJ)

ον, A hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 936] hartherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄, 4, διάφορ. γραφ.).

Greek Monolingual

και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].