σπατάγγης
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of A sea-urchin, Sophr.102, Ar.Fr.409, Arist.HA530b4; πάταγγας acc. pl., Poll.6.47 (v.l. πάταγα, παταγας).
Greek (Liddell-Scott)
σπατάγγης: -ου, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
1 sorte d’oursin, poisson;
2 p. anal. sexe de la femme (AR, fr. 409).
Étymologie: DELG emprunt prob.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ο σπάταγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σύνδεση της λ. με το ρ. σπάω / σπῶ «ρουφώ, πιπιλίζω» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
σπᾱτάγγης: ου, v.l. σπάταγγος ὁ зоол. спатанг (разновидность морского ежа) Arph., Arst.
Frisk Etymological English
-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of sea urchin (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Other forms: πάταγγας acc. pl. id. (Poll.). Note also φατάγγης animal with scales (Schuppentier) (Ael.) (Furnée 111 n. 58, 164, 281; not in LSJ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained foreign word. (Hardly to σπάω suck (cf. on σπατάλη)? -- From this σπαταγγίζειν ταράσσειν H. - The variation shows that the word is Pre-Greek,
Frisk Etymology German
σπατάγγης: -ου
{spatággēs}
Forms: πάταγγας Akk. pl. ib. (Poll.).
Grammar: m.
Meaning: Art Seeigel (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Oder zu σπάω saugen (vgl. zu σπατάλη)? — Davon σπαταγγίζειν· ταράσσειν H.
Page 2,759