καλλίροος Search Google

From LSJ
Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίροος Medium diacritics: καλλίροος Low diacritics: καλλίροος Capitals: ΚΑΛΛΙΡΟΟΣ
Transliteration A: kallíroos Transliteration B: kalliroos Transliteration C: kalliroos Beta Code: kalli/roos

English (LSJ)

ον, poet. for καλλίρροος (q.v.):—also καλλῐρόας, B. 10.26,96, Inscr.Prien.376.

German (Pape)

[Seite 1311] dasselbe, vgl. καλλίῤῥοος; Od. 5, 441. 17, 206; Δίρκη Pind. I. 7, 19; πνοαί, vom Flötenspiel, Ol. 6, 83.

French (Bailly abrégé)

c. καλλίρροος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίροος: ον ποιητ. ἀντὶ καλλίρροος, ὃ ἴδε.

English (Slater)

1 flowing beautifully μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα (-αισιν Π: -οισι codd.) (O. 6.83) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ (I. 8.19)

Greek Monolingual

καλλίροος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. καλλίρρους.

Greek Monotonic

καλλίροος: -ον, ποιητ. αντί καλλίρροος.

Russian (Dvoretsky)

καλλίροος: = καλλίρροος.