κολοβώδης
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
Full diacritics: κολοβώδης | Medium diacritics: κολοβώδης | Low diacritics: κολοβώδης | Capitals: ΚΟΛΟΒΩΔΗΣ |
Transliteration A: kolobṓdēs | Transliteration B: kolobōdēs | Transliteration C: kolovodis | Beta Code: kolobw/dhs |
ες, stunted, stumpy, δάκτυλοι Polem.Phgn.51 (v.l.).
[Seite 1474] ες, = κολοβός; δάκτυλοι Polemon physiogn. 1, 22.
κολοβώδης: -ες, (εἶδος) ἀτελῶς ἀνεπτυγμένος, ἀτελής, δάκτυλοι Πολέμωνος Φυσ. 1. 22.
κολοβώδης, -ῶδες (Α) κολοβός
ατελώς ανεπτυγμένος.