εὐπείθεια
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ἡ, A ready obedience, Zeno Stoic.1.56, Ti.Locr.104b, Str. 7.4.8, LXX 4 Ma.5.16, Plu.Dio4, etc.; also εὐπειθία or εὐπείθια IG5(1).548 (Sparta, ii A. D.); Ion. εὐπειθείη Eus.Mynd. ap. Stob.4.5.29 (v.l. -πειθίη).
German (Pape)
[Seite 1087] ἡ, Gehorsam, Folgsamkeit; Tim. Locr. 104 b; öfter bei Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
docilité.
Étymologie: εὐπειθής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπείθεια, Α και ιων. τ. εὐπειθείη) ευπειθής
πρόθυμη υπακοή.
Russian (Dvoretsky)
εὐπείθεια: ἡ послушание, повиновение, покорность Plat., Plut.