μοιρίς
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ίδος, ἡ, divided, μ. λίτρα a half λίτρα, Nic.Al.329 (v.l. μοιράς).
German (Pape)
[Seite 198] ίδος, ἡ, getheilt, Nic. Al. 329, v.l. μοιράς.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρίς: -ίδος, ἡ, διῃρημένη, μ. λίτρα, ἡμίσεια λίτρα, ἢ λίτρα διῃρημένη εἰς δύο ἴσα μέρη, Νικ. Ἀλ. 327 (ἕτεροι μοιράς).
Greek Monolingual
μοιρίς, -ίδος, ἡ (Α) μοίρα
διηρημένη, μισή («μοιρὶς λίτρα», Νίκ.).