συνάλθομαι

From LSJ
Revision as of 18:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλθομαι Medium diacritics: συνάλθομαι Low diacritics: συνάλθομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΘΟΜΑΙ
Transliteration A: synálthomai Transliteration B: synalthomai Transliteration C: synalthomai Beta Code: suna/lqomai

English (LSJ)

aor. inf. -αλθεσθῆναι, Pass., heat up, of a wound or fracture, Hp.Art.14; also in the form συναλθάσσομαι, Id.Fract.9 (v.l. -αλθέεται).

Greek (Liddell-Scott)

συνάλθομαι: ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― θεραπεύω, ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.

Greek Monolingual

Α
(για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλθομαι helen, aaneengroeien (van botbreuken). Hp. Art. 14.