ναυλώνω
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, ναυλόω, Μ και ναυλώνω) ναύλον
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῦντες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῖον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.