γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.
ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.
ας (ἡ) :autre n. de la plante ἄγχουσα.Étymologie: ὄνος, ?
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.