ὀνόκλεια

From LSJ
Revision as of 09:11, 6 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

German (Pape)

[Seite 348] ἡ, die Pflanze ἄγχουσα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκλεια: ἴδε ὀνοχειλές.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
autre n. de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: ὄνος, ?

Greek Monolingual

ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.