fellow citizen
From LSJ
English > Greek (Woodhouse Extra)
συμπολίτης, συμπολῖτις, πολίτης, πολῖτις, πολιήτης, πολιῆτις, συνέστιος πόλεος, δημότης, δημότις, δαμότας, δαμέτας, ἔμπολις
⇢ Look up "fellow citizen" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search