πολιῆτις
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, fem. zu πολιήτης; ὦ ψάμαθος πολιήτιδος ἀκτᾶς, Eur. Hipp. 1126; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 867.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. fém.
c. πολιήτης.
Russian (Dvoretsky)
πολιῆτις: ῐδος ἡ (со)гражданка: π. ἀκτή Eur. родной берег.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιῆτις -ιδος [πόλις] van de stad.