πολιῆτις

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

German (Pape)

[Seite 655] ιδος, ἡ, fem. zu πολιήτης; ὦ ψάμαθος πολιήτιδος ἀκτᾶς, Eur. Hipp. 1126; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 867.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. fém.
c. πολιήτης.

Russian (Dvoretsky)

πολιῆτις: ῐδος ἡ (со)гражданка: π. ἀκτή Eur. родной берег.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιῆτις -ιδος [πόλις] van de stad.