ἀπόνηρος
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
ον, (πονηρός) A not vicious, harmless, Ptol.Tetr.163. 2 Medic., not malignant, πυρετοί Antyll. ap. Orib.5.29.8. II (πόνηρος) not taking pains, c. inf., D.H.Lys.15.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inocente, simple de pers. Ptol.Tetr.3.14.25, Gr.Naz.M.36.389B, Cyr.Al.M.72.660C
•subst. τὸ ἀπόνηρον = inocencia διὰ τὸ ἀ. λέγει Ammon.Io.567
•medic. benigno πυρετοί Antyll. en Orib.5.29.8
•tb. de anim. inofensivo Ast.Am.Hom.4.6.2.
2 incansable c. inf. ἀ. οἰκονομῆσαι τὰ εὑρεθέντα D.H.Lys.15.
II adv. ἀπονήρως = inocentemente, sin malicia ἀπονήρως καὶ ἀφιλοπραγμόνως Cyr.Al.M.69.1261A.
German (Pape)
[Seite 316] ohne Falsch, schuldlos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνηρος: -ον, ὁ ἄνευ πονηρίας ἢ κακίας, ἄκακος, Διον. Ἀλ. περὶ Λυσ. 487. ― Ἐπίρρ. -ρως Εὐστ. Πονημάτ. 210. 60.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπονηρος, -ον)
ο απονήρευτος.