κυκεώνας

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

ο (AM κυκεών, -ῶνος, Α δωρ. τ. κυκάν, -ᾱνος)
σύμφυρμα ανόμοιων πραγμάτων, ανακατωσούρα («κυκεῶνα ταῖς ἀκοαῖς ἡμῶν άναμεῖξαι», Θεοφύλ. Σ.)
μσν.-αρχ.
ποτό που παρασκευαζόταν συνήθως με ανάμιξη οίνου, κρίθινου αλεύρου, κατσικήσιου τυριού και νερού, ενώ μερικές φορές περιείχε και μέλι
αρχ.
είδος φαρμάκου («κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυκῶ «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επίθημα -εών
ο δωρ. τ. κυκᾶν εμφανίζει επίθημα -ᾶν < -άων, με συναίρεση].