ἀρχειοφύλαξ
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).
Greek Monolingual
ο (Α ἀρχειοφύλαξ ἀρχειοφύλακος)
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.