επανθώ

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

(Α ἐπανθῶ, -έω)
(για ιδιότητα)
εμφανίζομαι στην επιφάνεια του σώματος (ιδίως του προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο της κόρης»
«ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.)
αρχ.
1. ανθώ
2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος ή χλόη ή χνούδι) εμφανίζομαι σε μια επιφάνεια («λευκὴν τρίχα ἐπανθοῦσαν περὶ τὰ πρόσωπα», Ξεν.)
3. απόλ. εκδηλώνομαι έντονα («τοῦτο τοὐπιχώριον ἀτεχνῶς ἐπανθεῖ», Αριστοφ.)
4. στολίζομαι, λαμπρύνομαι.