εναρμόζω
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
(Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω)
εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι' ὀμφαλοῦ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)
αρχ.
1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω
2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι
3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι
4. (αμτβ. με δοτ. προσ.) γίνομαι ευχάριστος, αρέσω («τοῖς πολλοῖς ἐνήρμοττε», Πλούτ.)
5. (μάθημ.) εισάγω μαθηματικό όρο.